Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐκ προαστίου

См. также в других словарях:

  • προαστίου — προάστιον suburb neut gen sg προάστιος suburban masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καφενείο — Κατάστημα στο οποίο προσφέρονται καφές, διάφορα αναψυκτικά και γλυκά, λειτουργώντας ταυτόχρονα ως χώρος συνάντησης και ψυχαγωγίας. Σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές, πρόδρομος του σημερινού κ. ήταν το αρχαίο θερμοπώλιο, στο οποίο οι άνθρωποι… …   Dictionary of Greek

  • Giorgos Markopoulos — Infobox Writer name = Giorgos Markopoulos imagesize = 122px caption = birthdate = 1951 birthplace= nationality= Greek deathdate = deathplace= spouse = children = occupation =poet genre = period =1968 ndash; influences = influenced = website =… …   Wikipedia

  • Ptolemaida — Stadtgemeinde Ptolemaida (1942–2010) Δήμος Πτολεμαΐδας (Πτολεμαΐδα) …   Deutsch Wikipedia

  • Giorgos Markopoulos — Nombre completo Giorgos Markopoulos Nacimiento 1951 Mesenia, Grecia Ocupación Poeta Nacionalidad Griego …   Wikipedia Español

  • Маркопулос, Йоргос — Йоргос Маркопулос греч. Γιώργος Μαρκόπουλος Дата рождения: 1951 год(1951) Место рождения …   Википедия

  • καλλίμαχος — I (Κυρήνη 310; – Αλεξάνδρεια 240; π.Χ.). Ποιητής και φιλόλογος. Υπήρξε ο πιο τυπικός εκπρόσωπος του αλεξανδρισμού. Ο Κ. περηφανευόταν ότι καταγόταν από τον Βάττο, τον ιδρυτή της Κυρήνης, και γι’ αυτό αποκαλούσε τον εαυτό του Βαττιάδη. Εγκατέλειψε …   Dictionary of Greek

  • κράνειον — Ονομασία ανατολικού προαστίου της Κορίνθου κατά την αρχαιότητα. Παρότι η ακριβής τοποθεσία του δεν είναι γνωστή, είναι βέβαιο ότι τα σπίτια του ήταν χτισμένα κάτω από τον δρόμο που οδηγούσε από την Κόρινθο στο επίνειο των Κεγχρεών. Το Κ. ήταν η… …   Dictionary of Greek

  • προάστιο — Όνομα 4 οικισμών. 1. Hμιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ.), στην πρώην επαρχία Καλαμών, του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (10 τ. χλμ.), στην οποία υπάγονται και οι οικισμοί Νέο Προάστιο (υψόμ. 20 μ.) και Λάκκος (υψόμ. 280 μ.). 2.… …   Dictionary of Greek

  • προαστίς — βοιωτ. τ. προFαστίς, ίδος, ἡ, Α η κάτοικος προαστίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανώμαλος τ. θηλ. τού προαστίτης] …   Dictionary of Greek

  • προαστίτης — ό, ΜΑ ο κάτοικος προαστίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < προάστιον + επίθημα ίτης αναλογικά προς το πολ ίτης (πρβλ. ἀστ ίτης: ἄστυ)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»