-
1 προαστίου
προάστιονsuburb: neut gen sgπροάστιοςsuburban: masc /neut gen sg -
2 χωρέω
Aχωρήσω Il.16.629
, Hdt.5.89, 8.68.β, Hp.Nat.Puer.18, and in later Prose, as D.H.4.9, Luc.DDeor. 20.15, etc.; [dialect] Att. only in Th.1.82 (exc. in compds.,ἀνα-χωρήσω Id.7.72
,ἀπο- X.Eq.Mag.6.2
,προ- Th.3.4
,προς- Id.2.2
,συγ- Id.1.140
, etc.); elsewh. in Trag. and [dialect] Att. always in med. form, χωρήσομαι, A.Th. 476, S.El. 404, Th.2.20, etc., and freq. in compds.: [tense] aor. ἐχώρησα, [dialect] Ep. χώρησα, Il.15.655, h.Cer. 430, Th.4.120, etc.: [tense] pf.κεχώρηκα Hdt.1.120
, 122, Th.1.122, Hp.Acut.19, etc.:—[voice] Pass., [tense] fut. χωρηθήσομαι ([etym.] συγ-) Plb.15.17.5: [tense] aor. ἐχωρήθην ([etym.] συν-) X.HG 3.2.31, D.38.4: [tense] pf. κεχώρηται ([etym.] παρα-) D.H.11.52, ([etym.] συγ-) Pl. Phlb. 15a: ([etym.] χῶρος):—make room for another, give way, withdraw,ἐχώρησαν πάλιν αὖτις Il.17.533
; γαῖα ἔνερθε χώρησεν the earth gave way from beneath, i. e. opened, h.Cer. l.c.; χ. πρύμναν, = κρούεσθαι πρύμναν, put back, retire, E.Andr. 1120; begone!A.
Eu. 196, cf. E.Or. 1678, Med. 820, etc.—The uncom pounded word does not occur in Od. and only [tense] fut. and [tense] aor. in Il.—Construction:1 c. gen. rei vel loci,χώρησεν τυτθὺν ἐπάλξιος Il.12.406
;νεῶν ἐχώρησαν 15.655
;νεκροῦ χωρήσουσι 16.629
; alsoνηῶν ἄπο.. ἐχώρησαν προτὶ Ἴλιον 13.724
; ;ἔξω τῶνδε δωμάτων χωρεῖτε A.Eu. 180
; ;ἐκ προαστίου S.El. 1432
.2 c. dat. pers., give way to one, make way for him, retire before him,οὐδ' ἂν Ἀχιλλῆϊ χωρήσειεν Il.13.324
, cf. 17.101.II after Hom., go forward, advance,τὸ πῦρ.. πρόσω κεχώρηκεν Call.
in PSI11.1216.34; simply, go or come, Hdt.1.10, etc.; go on one's journey, travel, S.OT 750;χ. ἐπ' ἀδελφεοῦ βίαν Pi.N.10.73
, etc.; ; χ. πρὸς ἔργον come to action, S.Aj. 116, Ar.Ra. 884; χ. πρὸς ἧπαρ go to one's heart, S.Aj. 938; χωρῶν ἀπείλει νῦν go and threaten, Id.OC 1038;διὰ φόνου χ. E.Andr. 176
; τὰ τοξεύματα ἐχώρει διὰ τῶν ἀσπίδων, of weapons, X.An.4.2.28; τὸ ὕδωρ κατὰ τὰς τάφρους ἐχώρει it went off by.., Id.Cyr.7.5.16;ἄνω ποταμῶν χωροῦσι παγαί E.Med. 410
(lyr.), cf. X.HG2.4.10; χώρει κάτω go downwards, i.e. beginning from the upper parts of the body, A.Pr.74;διὰ στόμα χωροῦντα.. ἀφρόν E.Med. 1174
; χ. κύκλῳ [ὁ ποταυός] Pl.Phd. 113b; ὁμόσε χ. τισί to join battle, Th.6.101, Ar.Lys. 451, cf.ὁμόσε 1.2
;χ. ὁμόσε τοῖς λόγοις E.Or. 921
;χ. δειπνήσων Ar.Fr. 272
;πρὸς τὸ ἱερὸν χωρῆσαι δρόμῳ Th.1.134
;χωροῖς ἂν εἴσω S.El. 1491
, Ph. 674;χώρει, ξέν', ἔξω Id.OC 824
: of Time, νὺξ ἐχώρει the night was passing, near an end, A.Pers. 384;βιοστερὴς χ.
wander about,S.
OC 747: Medic., of excretions,τὰ χωρέοντα μὴ τῷ πλήθει τεκμαίρεσθαι, ἀλλ' ὡς ἂν χωρέῃ οἷα δεῖ Hp.Aph.1.23
; also of the menses, Id.Mul.1.2: c. acc. loci, .2 go forward, make progress,τοὔργον οὐ χωρεῖ πρόσω A.Dict.
in PSI11.1209.16; (lyr.); χωρεῖ.. τὸ πρᾶγμα ib. 509;τόκοι χωροῦσιν Id.Nu.18
;χωρεῖ τὸ κακόν Id.V. 1483
, Nu. 907 (both anap.).3 come to an issue, turn out in a certain manner, παρὰ σμικρὰ.. κεχώρηκε have come to little, of the event of oracles, Hdt.1.120;εὐτυχέως χ. Id.3.39
; κακῶς χ. turn out ill, Pl.Lg. 684e;δόξα δ' ἐχώρει δίχα E.Hec. 117
(anap.), cf. Hel. 759: freq. abs., advance, succeed, Hdt.3.42, 5.89;πάντα διὰ πράξεων καὶ.. ἀγώνων κεχωρηκότα.. Ῥωμαίοις Onos.Praef.8
;τὰ πράγματα χωρεῖ κατὰ λόγον Plb. 28.17.12
;ὁ λόγος ὁ ἐμὸς οὐ χωρεῖ ἐν ὑμῖν Ev.Jo.8.37
(unless in signf. 111. infr.); also, to be possible,οὐ γάρ οἱ χωρεῖ περιβαλεῖν κτλ. Ael. VH1.3
(sed leg. ἐγχωρεῖ).4 to be spread abroad, ἡ φάτις κεχώρηκε a report spread, Hdt.1.122; διὰ πάντων οὕτως ἐχώρει τίς ἕψεται;" X.Cyr.3.3.62;κλαυθμὸς διὰ πάντων ἐχώρει Plu.Rom.19
; ὄνομα δόξῃ διὰ πάντων ἀνθρώπων κεχωρηκός a name spread abroad, ib.1.5 of money, to be spent,τὰς μὲν δαπάνας χωρεῖν ἐντελεῖς ἐκ τῶν οἴκων, τὰ δὲ ἔργα μὴ τελείσθαι λυσιτελούντως πρὸς τὴν δαπάνην X.Oec.20.21
; B 6 ([place name] Sparta), cf. 1432.4 (Messene, i B. C./i A. D.).III trans., have room for a thing, hold, contain, freq. of measures,κρητὴρ χωρέων ἀμφορέας ἑξακοσίους Hdt.1.51
, cf. 192, 4.61, Ar.Nu. 1238, Pl.Smp. 214a;οὐκ ἐχώρησεν αὐτοὺς ἡ πόλις Th.2.17
, cf. D.21.200, Aeschin.3.164, E.Hipp. 941; ;ποτήρια.. οὐχὶ χωροῦντ' οὐδὲ κόγχην Pherecr. 143.3
(troch.);κοτύλας χ. δέκα Men.Kol.Fr.2
, cf. Diph.96, etc.; χωρήσατε ἡμᾶς take us into your hearis! 2 Ep.Cor.7.2; find room for..,Ev.Matt.
19.11 (so perh. intr., Ev.Jo.8.37, v. supr. 11.3); to be capable of,τὸ Κάτωνος φρόνημα Plu.Cat.Mi.64
: c. inf., to be capable of doing, οὐ χωρεῖ μεγάλην διδαχὴν ἀδίδακτος ἀκούειν (v. l. for ἀκουή) Ps.-Phoc.89;δωρεὰν ὅσην οὐκ ἐχωρήσατε αἰτεῖσθαι IG7.2713.11
(Acraeph., Oratio Neronis).
См. также в других словарях:
προαστίου — προάστιον suburb neut gen sg προάστιος suburban masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καφενείο — Κατάστημα στο οποίο προσφέρονται καφές, διάφορα αναψυκτικά και γλυκά, λειτουργώντας ταυτόχρονα ως χώρος συνάντησης και ψυχαγωγίας. Σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές, πρόδρομος του σημερινού κ. ήταν το αρχαίο θερμοπώλιο, στο οποίο οι άνθρωποι… … Dictionary of Greek
Giorgos Markopoulos — Infobox Writer name = Giorgos Markopoulos imagesize = 122px caption = birthdate = 1951 birthplace= nationality= Greek deathdate = deathplace= spouse = children = occupation =poet genre = period =1968 ndash; influences = influenced = website =… … Wikipedia
Ptolemaida — Stadtgemeinde Ptolemaida (1942–2010) Δήμος Πτολεμαΐδας (Πτολεμαΐδα) … Deutsch Wikipedia
Giorgos Markopoulos — Nombre completo Giorgos Markopoulos Nacimiento 1951 Mesenia, Grecia Ocupación Poeta Nacionalidad Griego … Wikipedia Español
Маркопулос, Йоргос — Йоргос Маркопулос греч. Γιώργος Μαρκόπουλος Дата рождения: 1951 год(1951) Место рождения … Википедия
καλλίμαχος — I (Κυρήνη 310; – Αλεξάνδρεια 240; π.Χ.). Ποιητής και φιλόλογος. Υπήρξε ο πιο τυπικός εκπρόσωπος του αλεξανδρισμού. Ο Κ. περηφανευόταν ότι καταγόταν από τον Βάττο, τον ιδρυτή της Κυρήνης, και γι’ αυτό αποκαλούσε τον εαυτό του Βαττιάδη. Εγκατέλειψε … Dictionary of Greek
κράνειον — Ονομασία ανατολικού προαστίου της Κορίνθου κατά την αρχαιότητα. Παρότι η ακριβής τοποθεσία του δεν είναι γνωστή, είναι βέβαιο ότι τα σπίτια του ήταν χτισμένα κάτω από τον δρόμο που οδηγούσε από την Κόρινθο στο επίνειο των Κεγχρεών. Το Κ. ήταν η… … Dictionary of Greek
προάστιο — Όνομα 4 οικισμών. 1. Hμιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ.), στην πρώην επαρχία Καλαμών, του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (10 τ. χλμ.), στην οποία υπάγονται και οι οικισμοί Νέο Προάστιο (υψόμ. 20 μ.) και Λάκκος (υψόμ. 280 μ.). 2.… … Dictionary of Greek
προαστίς — βοιωτ. τ. προFαστίς, ίδος, ἡ, Α η κάτοικος προαστίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανώμαλος τ. θηλ. τού προαστίτης] … Dictionary of Greek
προαστίτης — ό, ΜΑ ο κάτοικος προαστίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < προάστιον + επίθημα ίτης αναλογικά προς το πολ ίτης (πρβλ. ἀστ ίτης: ἄστυ)] … Dictionary of Greek